- σακόν
- Χορός ιθαγενών, πιθανώς της Λατινικής Αμερικής, του οποίου τα πρώτα δείγματα, που ανάγονται στο 17o αι., είναι δοσμένα σε κλιμάκωση για ισπανική κιθάρα. Αποτελούμενος αρχικά από συγχορδίες σε τριαδικό ρυθμό, ο χορός αυτός έγινε αργότερα η αφετηρία για μια σύνθεση για όργανα ή για φωνές και όργανα, χαρακτηριζόμενη από σειρά παραλλαγών σε σταθερό μπάσο. Αφού συγχωνεύτηκε αργότερα με την πασακάλια, σύντομα πήρε τον πρώτοστικτό χρόνο, κατά το γαλλικό στυλ της πασακάλια. Από τις γνωστότερες είναι οι σ. των Φρεσκομπάλντι, Μοντεβέρντι, Βιτάλι, Ραμώ και η σ. του Μπαχ που αποτελεί το θαυμαστότερο δείγμα της.
* * *το, Νάκλ. ζωηρότατος χορός σε τριμερές μέτρο, συνοδευόμενος από καστανιέτες, πιθανώς μεξικανικής προέλευσης, που εμφανίστηκε στην Ισπανία στα τέλη τού 16ου αιώνα2. μουσ. μουσική σύνθεση γραμμένη σ' αυτόν τον ρυθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chaconne / chacon < ισπ. chacona, πιθ. ηχομιμητική λ. από τον ήχο τον οποίο κάνουν οι καστανιέτες που χρησιμοποιούνται στον χορό αυτό].
Dictionary of Greek. 2013.